αφροδισιαστής

αφροδισιαστής
ο (Α ἀφροδισιαστής) [αφροδισιάζω]
έκδοτος στις αφροδίσιες απολαύσεις, φιλήδονος
αρχ.
οἱ Ἀφροδισιασταί
θίασος λατρευτών της Αφροδίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀφροδισιαστής — voluptuary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστήν — Ἀφροδισιαστής voluptuary masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδισιαστικός — ἀφροδισιαστικός, όν (Α) [αφροδισιαστής] 1. αφροδισιακός 2. (για ανθρώπους ή ζώα) λάγνος, ασελγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”